- εμψηφίζω
- ἐμψηφίζω (Α)1. συναριθμώ2. «ὅταν δανειστὴς ἀποδιδόντος χρεώστου μὴ εὐθέως ἀναλαμβάνῃ τὸ ὄφλημα», (Ησύχ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐμψηφίσαι — ἐμψηφίζω enter aor inf act ἐμψηφίσαῑ , ἐμψηφίζω enter aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)